- προσκηρυκεύομαι
- προσκηρῡκεύομαι,A send a herald to one, Th.4.118.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκηρυκεύομαι — Α στέλνω κήρυκα σε κάποιον («Βοιωτοὺς δὲ καὶ Φωκέας πείσειν φασὶν ἐς δύναμιν προσκηρυκευόμενοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηρυκεύω «είμαι κήρυκας»] … Dictionary of Greek
προσκηρυκευόμενοι — προσκηρυκεύομαι send a herald to pres part mp masc nom/voc pl προσκηρῡκευόμενοι , προσκηρυκεύομαι send a herald to pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)